κοπιάρισμα

κοπιάρισμα
το
[κοπιάρω]
1. η λήψη αντιγράφων ή αντιτύπων από ένα πρωτότυπο κείμενο ή από άλλο αντικείμενο
2. απομίμηση, πιστή αντιγραφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοπιάρισμα — το, ατος 1. λήψη αντιγράφων ενός κειμένου με μηχάνημα, αντιγραφή. 2. απομίμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”